- πρωτοβγάζω
- (αόρ. πρωτόβγαλα) μετ.1) вытаскивать, выдёргивать, удалять впервые; 2) первым разоблачать;
αυτός το πρωτόβγαλε το ψέμα — он первым разоблачил ложь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτός το πρωτόβγαλε το ψέμα — он первым разоблачил ложь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοβγάζω — και πρωτοβγάνω Ν 1. βγάζω κάτι για πρώτη φορά («τώρα αρχίζει να πρωτοβγάζει δόντια») 2. τραβώ κάτι εγώ πρώτος («αυτός πρωτόβγαλε μαχαίρι») 3. ανακοινώνω, κοινοποιώ ή διαδίδω κάτι εγώ πρώτος 4. (σχετικά με έντυπα) εκδίδω, δημοσιεύω πρώτος 5.… … Dictionary of Greek
πρωτοβγάζω — πρωτόβγαλα, πρωτοβγήκα, πρωτοβγαλμένος 1. βγάζω κάτι για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτοβγάλαμε κεράσια. 2. βγάζω κάτι πρώτος: Αυτός πρωτόβγαλε το ψέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
πρωτόβγαλτος — η, ο, Ν [πρωτοβγάζω] 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που για πρώτη φορά εμφανίζεται ή αυτός που παράγεται για πρώτη φορά 2. (ιδίως για προϊόντα) αυτός που για πρώτη φορά κατασκευάζεται ή κυκλοφορεί στην αγορά για πώληση 3. (για πρόσ.) α) αυτός που… … Dictionary of Greek
πρωτο- — και πρωτό , α συνθετικό πολλών λέξεων: Πρωτόπειρος, πρωτοβάθμιος, πρωτοβγάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)